- ἀποκαταλλάξῃ
- Он вновь примирил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἀποκαταλλάξῃ — ἀποκαταλλάσσω reconcile again aor subj mid 2nd sg ἀποκαταλλάσσω reconcile again aor subj act 3rd sg ἀποκαταλλάσσω reconcile again fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποκαταλλάξῃ , ἀποκαταλλάσσω reconcile again futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ποκαταλλάξῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαταλλάξηι — ἀποκαταλλάξῃ , ἀποκαταλλάσσω reconcile again aor subj mid 2nd sg ἀποκαταλλάξῃ , ἀποκαταλλάσσω reconcile again aor subj act 3rd sg ἀποκαταλλάξῃ , ἀποκαταλλάσσω reconcile again fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποκαταλλάξῃ , ἀποκαταλλάσσω reconcile again… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)